- αφιλόθριξ
- (aphilothrix). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κυνιπιδών. Είναι παλαιότερη ονομασία μιας μορφής, των παρθενογενετικών θηλυκών, του εντόμου ανδρίκος. Η άλλη μορφή, που αναπαράγεται με αμφιγονία, ονομαζόταν βιόρριζα. Ζουν μέσα στα δάση και ιδίως στις βελανιδιές, στις οποίες προκαλούν σαρκώματα (κηκίδες) πάνω στα φύλλα ή τα κλαδιά τους και καταστρέφουν επίσης τους οφθαλμούς. Είναι μικρές σφήκες με μεγάλη κοιλιά και μικρές φτερούγες.
Dictionary of Greek. 2013.